Monday, December 8, 2008

Μουσείο γενοκτονίας Τουλ Σλενγκ (S21) και οι πεδιάδες του θανάτου

Μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο, δεδομένων των τελευταίων γεγονότων, να βρω τρόπο να συνεχίσω με την ιστορία μου. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι ίσως είναι καλό να θυμόμαστε τι μπορεί να συμβεί αν επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να αφεθούμε στη θηριωδία.
Θα αφήσω λοιπόν λίγο το τρεις λαλούν και δυο χορεύουν στυλ μου και θα μιλήσω για ένα θέμα που είναι αρκετά καταθλιπτικό. Ξέρω ότι οι περισσότεροι διαβάζετε για να γελάσετε με καμιά χαζομάρα, αλλά αυτά που είδαμε ήταν πραγματικά συγκλονιστικά.
Εγώ πριν πάω στην Καμπότζη ήξερα (αμυδρά) ότι είχαν κάποτε εμφύλιο, ότι ήταν αναπτυσσόμενη χώρα και ότι εκεί βρίσκονται τα ερείπια του Άνκορ Βατ.


Κάτι που φυσικά δεν καλύπτει ούτε στο ελάχιστο τα όσα έχει περάσει αυτή η χώρα. Η Καμπότζης πλήρωσε τις «παρενέργειες» του πολέμου του Βιετνάμ. Οι Βιετκόνγκ περνούσαν μέσα από την Καμπότζη για να ανεφοδιάσουν τους αντάρτες του νότου και Αμερικάνοι φυσικά βομβάρδιζαν όπου μπορούσαν. Όλη αυτή η πίεση ενδυνάμωσε εσωτερικά ακραία κινήματα, οδηγώντας στην εξουσία τους «Κόκκινους Κχμερ» με ηγέτη το διαβόητο Πολ Ποτ. Εφαρμόζοντας ένα σύστημα όπου οποιαδήποτε μορφή «δυτικισμού» έπρεπε να εξαλειφθεί, ξεκίνησε μια 4ετής περίοδος εξαφανισμών, βασανιστηρίων, καταναγκαστικών έργων και μαζικών εκτελέσεων. Μέσα στα τέσσερα αυτά χρόνια, πέθανε το 1/5 περίπου του πληθυσμού της χώρας.

Πρώτα πήγαμε στο μουσείο γενοκτονίας Τουλ Σλενγκ. Είναι μία πρώην φυλακή, η οποία είχε τον κωδικό S21. Δεν είναι το πιο σοφιστικέ μουσείο που υπάρχει. Είναι μόνο ο χώρος και φωτογραφικό υλικό. Είναι όμως τόσο έντονα τα συναισθήματα που σου προκαλεί, που ακόμα και τώρα, νιώθεις έναν τρόμο όταν μπαίνεις μέσα στα κελιά.

Η πινακίδα με τους κανονισμούς λειτουργίας της φυλακής.

Η φυλακή αυτή ήταν το πρώτο στάδιο. Οι συνθήκες απλά δεν περιγράφονται. Και το χειρότερο, όσοι επιβίωναν από τα βασανιστήρια, τους στέλνανε στις λεγόμενες «πεδιάδες του θανάτου». Εκεί, δολοφονούσαν και θάβανε μαζικά κρατουμένους. Είναι τόσο εκτενείς, που ακόμα και σήμερα δεν έχουν οριοθετηθεί όλοι οι τάφοι. Και πολλές σοροί ακόμα δεν έχουν αναγνωριστεί.
Η παγόδα αυτή χτίστηκε σα μνημείο γι αυτούς τους ανθρώπους.

Μέσα ήταν γεμάτη λείψανα που είχαν βρεθεί στη συγκεκριμένη περιοχή. Άντρες, γυναίκες, αλλά και παιδιά.

Σήμερα συνεχίζεται η προσπάθεια να καταγραφούν οι νεκροί. Στη φωτογραφία είναι ο τάφος νούμερο 7.

Στη φωτογραφία, ο μικρός Καμποτζιανός που έμενε κοντά εκεί.

Οι Καμποτζιανοί δεν είναι ένας τυχαίος λαός. Η αυτοκρατορία των Κχμερ κάποτε περιλάμβανε όλη σχεδόν την ΝΑ Ασία. Και όμως αυτοί οι άνθρωποι, παρά τον πολιτισμό που είχαν από πίσω τους, διέπραξαν απίστευτες κτηνωδίες. Και αναρωτιέμαι αν και εμείς δεν πρέπει να σκεφτούμε λίγο καλύτερα, πόσο εύκολο είναι τελικά να φτάσεις στα άκρα.

Friday, December 5, 2008

Αντίο Βιετνάμ, γεια σου Καμπότζη

Βασικά από αυτή τη φάση δεν έχω φωτογραφίες, οπότε αν θέλετε μόνο εικονίτσες, πάτε στο τέλος που κάτι έχει και για σας.

Το επόμενο πρωί αποχαιρετήσαμε το Βιετνάμ και πήραμε το καράβι που μας πήγε δια της υδάτινης οδού στην πρωτεύουσα της Καμπότζης, το Πνομ Πεν. Η φάση όλη όμως ήταν στα σύνορα.
Με το που έπιασε το καράβι στα σύνορα του Βιετνάμ άρχισαν να μας γυροφέρνουν πλανόδιοι με νερά, χυμούς, σνακ και συνάλλαγμα. Αφού μας κράτησαν αρκετή ώρα μέσα στο πλοίο χωρίς να μας έχουν πει τίποτα, εξάλλου κάθε πέρασμα συνόρων απαιτεί αναμονή χωρίς ιδιαίτερο λόγο ή αιτία, αλλιώς δεν έχει πλάκα, μας είπαν να κατεβάσουμε τις βαλίτσες – πράγμα καθόλου εύκολο – και να τις κουβαλήσουμε μέχρι το τελωνείο. Εκεί περιμέναμε ώσπου μας είπαν ότι έχει χαλάσει το ακτινοτέτοιο που έχουν για να ελέγχουν τις βαλίτσες και μας ξαναστείλανε στο πλοίο. Άσε που, αφού δε μπορούσαν να σκανάρουν τις βαλίτσες, αποφάσισαν να μην ελέγξουν ούτε τα διαβατήρια. Τα πήραν όλα μαζί, τα σφράγισαν και ώρα καλή στην πρύμνη μας.

Ξανά στο πλοίο όπου στοιβάξαμε τις βαλίτσες άρον-άρον και μετά από κανά 10λεπτο ξαναπιάσαμε στεριά, αυτή τη φορά για τα καμποτζιανά σύνορα. Οι Καμποτζιανοί μας πήραν τα διαβατήρια, μας βάλανε να περιμένουμε στο προαύλιο (αχ μου θύμισε εκείνες τις ασκήσεις σεισμού που κάναμε στο σχολείο) και μετά μας φωνάξανε και μας κοίταξαν, ναι είμαστε αυτοί που δείχνει το διαβατήριο, μας δώσανε τη βίζα, ξαναπήραμε τα πράγματά μας και πίσω στο πλοίο.
Εκεί που περιμέναμε στα σύνορα πιάσαμε κουβέντα (ομολογουμένως η Άννυ το ξεκίνησε) με μία Αυστραλέζα –τι άλλο;- ελληνικής καταγωγής. Εγώ το έχω πει, είναι παντού!
Στο πλοίο μας είπε διάφορα μισά ελληνικά μισά αγγλικά, ψιλογνωριστίκαμε και με τον υπόλοιπο κόσμο και πέρασε σχετικά ευχάριστα η ώρα μέχρι που φτάσαμε στην αποβάθρα στο Πνομ Πεν.

Για όσους αντέξανε ως εδώ, σήμερα έχουμε 3, ναι 3, μπόνους εικόνες. Υπενθυμίζω ότι δεν ακολουθούν τη χρονική σειρά των υπόλοιπων φωτογραφιών.

Ταϊλάνδη, στο σαββατοκυριακάτικο παζάρι.
Γιατί, γιατί δεν το αγόρασα; Πού αλλού θα βρω Ταϊλανδό με άφρο;

Βόρειο Βιετνάμ, λίγο έξω από το Ανόι
Τι πιο ασφαλές από το να έχεις έναν πυλώνα υψηλής τάσης μέσα στο πλημμυρισμένο ριζοχώραφο. Εντελώς συμπτωματικά, αυτή είναι η φωτογραφία νούμερο 0666.

Βόρειο Βιετνάμ, Χα Λονγκ
Πλέεις σε μια ειδυλλιακή θάλασσα διάσπαρτη με καταπράσινα νησάκια, το αεράκι που και που σε ανακουφίζει από την αποπνικτική ζέστη, αποβιβάζεσαι στο εξωτικό λιμανάκι και τότε βλέπεις… Γουατ δε φακ;;;
Αυτός ο πιγκουίνος ήταν στο ίδιο νησί που μερικές ώρες αργότερα με την Άννυ χαθήκαμε στη ζούγκλα. Είχα κάτι ακούσει για μαύρες γάτες και σκάλες, αλλά τελικά οι πιγκουΐνοι είναι οι χειρότεροι.

Και επιπλέον... Για όσους έχουν χρόνο για χάσιμο...
WHERE'S WALLY?

Thursday, December 4, 2008

Shopping… α λα Βιετνάμ

Σήμερα μου ήρθε η έμπνευση και έγραψα πολύ. Όσοι δεν έχετε πολύ χρόνο, τι σκατά κάνετε και σπαταλάτε πολύτιμο χρόνο διαβάζοντας μπλογκς; Ε; Δε ντρέπεστε;


Κοιτάζοντας ξανά τις φωτογραφίες που είχα διαλέξει για σήμερα, παρατήρησα ότι σχεδόν όλες είναι στραβές. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι είναι τραβηγμένες οι περισσότερες από βάρκα, που όσο να ‘ναι, ακόμα και σε ποτάμι, κάτι λίγο κουνάει. Από την άλλη, για κάποιο περίεργο λόγο ΟΛΕΣ οι φωτογραφίες μου παλατζάρουν λίγο. Χμμ…

Λοιπόν όπως προείπα, διανυκτερεύσαμε στη Μι Το, σε ένα ξενοδοχείο που είχε ξεμείνει από νερό, γιατί κάποιοι άλλοι θαμώνες πριν από εμάς έβαλαν μπουγάδα. Η Άννυ είχε πάθει κρίση, όχι άδικα, γιατί το νερό τελείωσε την ώρα που έκανε μπάνιο.
Τέλος πάντων ξυπνήσαμε το επόμενο πρωί – τι πρωί, δεν είχε βγει ο ήλιος ακόμα – και μας πήρε ο οδηγός μας με την τσίμπλα στο μάτι και μας πήγε στο σημείο που μας περίμενε η βαρκούλα μας.

Μες στα άγρια χαράματα λοιπόν πήραμε δρόμο, ή μάλλον πιο σωστά κανάλι, για την πλωτή αγορά, που είναι η λαϊκή Βιετνάμ στάιλ…

Η παρακάτω κυρία μας πλεύρισε κάπως επιθετικά μπορώ να πω και μας πούλησε πορτοκαλάδες και τσάι.

Όταν ήθελες να ψωνίσεις, έκανες ρεσάλτο στο πλεούμενο που σε ενδιέφερε.
Και για να το καταλάβετε πλήρως, ας ακολουθήσουμε το μαγικό ταξίδι ενός ανανά.
Ο μικρός ανανάς κόβεται από το δέντρο, μπαίνει στη βάρκα και παραδίδεται στα ασφαλή χέρια του μαγαζάτορα.

Ο μαγαζάτορας τώρα, πώς θα σου πει εσένα ότι «εγώ έχω ανανάδες»; Πολύ απλό. Καρφώνει το φρούτο ή λαχανικό που πουλάει σε έναν πάσαλο και εσύ τον βλέπεις από μακριά και προσεγγίζεις το πλοίο που σε ενδιαφέρει.

(το να πας στη λαϊκή στο Βιετνάμ απαιτεί 20/20 όραση)
Στην περίπτωσή μας, καρφώνει έναν ανανά.

Εμείς όμως θέλουμε έναν ανανά, όχι ένα κιλό ανανάδες. Οπότε μας φτιάχνουν τον ανανά σε συσκευασία σνακ. Η μαστόρισσα επί το έργον.

Και το τελικό και εικαστικά άρτιο αποτέλεσμα στα χέρια της Άννυς (η οποία όπως βλέπετε λανσάρει το βιετναμέζικο φιούζιον λουκ).


Ήλθον, είδον και τον ανανά νίκησον, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, απολαμβάνοντας τη θέα τώρα που κάπως το μάτια μας είχαν ανοίξει λίγο.

Έτσι όπως είχαμε ξυπνήσει άγρια χαράματα, μας λίκνιζε η βαρκούλα, και το αεράκι μας δρόσιζε… πήρα κι εγώ έναν υπνάκο, αλλά άξιζε η βόλτα.


Ο οδηγός μας μάζεψε και μας πήγε το τελευταίο μας δρομολόγιο, μέχρι την πόλη Τσάου Ντοκ, από όπου την επόμενη μέρα θα παίρναμε το καράβι για Καμπότζη. Όμως, λίγο η αϋπνία, λίγο η αποπνικτική ζέστη, πήραμε τα εισητήριά μας και ξαναβγήκαμε το απόγευμα για να μια μικρή βολτούλα. Περάσαμε από την αγορά τους – είπαμε παντού ψωνίζεις εδώ – και ρίξαμε και μια ματιά στον τοπικό ναό όπου είχε πολύ κόσμο, σοβαρά σας λέω, νομίζαμε ότι πέσαμε σε πανηγύρι. Περιττό να πω ότι μας κοιτούσαν όλοι σα να έβλεπαν εξωγήινους.

Wednesday, December 3, 2008

Εμείς θα πάμε βαρκάδα, που να σκάσεις

Ξανά μανά στη Μι Το λοιπόν όπου ήμασταν αποφασισμένοι ότι ΟΧΙ κύριε, εμείς θα πάμε βόλτα στα στενά κανάλια, δε πα να πάει το μπρεντ 200$ το βαρέλι!
Πήραμε λοιπόν το φεριμπότ για το απέναντι λιμάνι, το Μπεν Τρε, και από εκεί νοικιάσαμε άλλο καραβάκι. Οι τύποι μας πήγαν μέχρι την προβλήτα με παπιά – αυθεντικές βιετναμέζικες στιγμές!
Ήμασταν λίγο στριμωγμένοι χρονικά (όλο αυτό το πηγαινέλα βλέπεις), αλλά η Μαρία δε μασάει ποτέ! Χαλαρώνει Vietnamese style… ατςςςςςς…
Θα έχετε βαρεθεί να με ακούτε να λέω ότι ήταν καταπληκτικά, αλλά αφού ήταν, να μην το πω;
Ο βαρκάρης νούμερο 2.
Μετά, ξαναπήραμε το φεριμπότ και γυρίσαμε πίσω στη Μι Το, όπου και μας παρέλαβε ο οδηγός μας με κρύο νερό στο αυτοκίνητο (αλληλούια αδέρφια μου) και μας πήγε στο Καν Το, ένα άλλο χωριό που ήταν η βάση μας για την πλωτή αγορά. Αλλά για αυτό, θα τα πούμε άλλη φορά.

Και ένα μπόνους για της αναγνώστριες (κυρίως). Τρέιλερ από την επόμενη ταινία του Τόνι Γκίλροι, του σκηνοθέτη του Μάικλ Κλέυτον. Πολ Τζιαμάτι, Τομ Γουίλκισον, η ξινή (μπεεερκ) και...
Duplicity trailer