Thursday, December 4, 2008

Shopping… α λα Βιετνάμ

Σήμερα μου ήρθε η έμπνευση και έγραψα πολύ. Όσοι δεν έχετε πολύ χρόνο, τι σκατά κάνετε και σπαταλάτε πολύτιμο χρόνο διαβάζοντας μπλογκς; Ε; Δε ντρέπεστε;


Κοιτάζοντας ξανά τις φωτογραφίες που είχα διαλέξει για σήμερα, παρατήρησα ότι σχεδόν όλες είναι στραβές. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι είναι τραβηγμένες οι περισσότερες από βάρκα, που όσο να ‘ναι, ακόμα και σε ποτάμι, κάτι λίγο κουνάει. Από την άλλη, για κάποιο περίεργο λόγο ΟΛΕΣ οι φωτογραφίες μου παλατζάρουν λίγο. Χμμ…

Λοιπόν όπως προείπα, διανυκτερεύσαμε στη Μι Το, σε ένα ξενοδοχείο που είχε ξεμείνει από νερό, γιατί κάποιοι άλλοι θαμώνες πριν από εμάς έβαλαν μπουγάδα. Η Άννυ είχε πάθει κρίση, όχι άδικα, γιατί το νερό τελείωσε την ώρα που έκανε μπάνιο.
Τέλος πάντων ξυπνήσαμε το επόμενο πρωί – τι πρωί, δεν είχε βγει ο ήλιος ακόμα – και μας πήρε ο οδηγός μας με την τσίμπλα στο μάτι και μας πήγε στο σημείο που μας περίμενε η βαρκούλα μας.

Μες στα άγρια χαράματα λοιπόν πήραμε δρόμο, ή μάλλον πιο σωστά κανάλι, για την πλωτή αγορά, που είναι η λαϊκή Βιετνάμ στάιλ…

Η παρακάτω κυρία μας πλεύρισε κάπως επιθετικά μπορώ να πω και μας πούλησε πορτοκαλάδες και τσάι.

Όταν ήθελες να ψωνίσεις, έκανες ρεσάλτο στο πλεούμενο που σε ενδιέφερε.
Και για να το καταλάβετε πλήρως, ας ακολουθήσουμε το μαγικό ταξίδι ενός ανανά.
Ο μικρός ανανάς κόβεται από το δέντρο, μπαίνει στη βάρκα και παραδίδεται στα ασφαλή χέρια του μαγαζάτορα.

Ο μαγαζάτορας τώρα, πώς θα σου πει εσένα ότι «εγώ έχω ανανάδες»; Πολύ απλό. Καρφώνει το φρούτο ή λαχανικό που πουλάει σε έναν πάσαλο και εσύ τον βλέπεις από μακριά και προσεγγίζεις το πλοίο που σε ενδιαφέρει.

(το να πας στη λαϊκή στο Βιετνάμ απαιτεί 20/20 όραση)
Στην περίπτωσή μας, καρφώνει έναν ανανά.

Εμείς όμως θέλουμε έναν ανανά, όχι ένα κιλό ανανάδες. Οπότε μας φτιάχνουν τον ανανά σε συσκευασία σνακ. Η μαστόρισσα επί το έργον.

Και το τελικό και εικαστικά άρτιο αποτέλεσμα στα χέρια της Άννυς (η οποία όπως βλέπετε λανσάρει το βιετναμέζικο φιούζιον λουκ).


Ήλθον, είδον και τον ανανά νίκησον, πήραμε το δρόμο της επιστροφής, απολαμβάνοντας τη θέα τώρα που κάπως το μάτια μας είχαν ανοίξει λίγο.

Έτσι όπως είχαμε ξυπνήσει άγρια χαράματα, μας λίκνιζε η βαρκούλα, και το αεράκι μας δρόσιζε… πήρα κι εγώ έναν υπνάκο, αλλά άξιζε η βόλτα.


Ο οδηγός μας μάζεψε και μας πήγε το τελευταίο μας δρομολόγιο, μέχρι την πόλη Τσάου Ντοκ, από όπου την επόμενη μέρα θα παίρναμε το καράβι για Καμπότζη. Όμως, λίγο η αϋπνία, λίγο η αποπνικτική ζέστη, πήραμε τα εισητήριά μας και ξαναβγήκαμε το απόγευμα για να μια μικρή βολτούλα. Περάσαμε από την αγορά τους – είπαμε παντού ψωνίζεις εδώ – και ρίξαμε και μια ματιά στον τοπικό ναό όπου είχε πολύ κόσμο, σοβαρά σας λέω, νομίζαμε ότι πέσαμε σε πανηγύρι. Περιττό να πω ότι μας κοιτούσαν όλοι σα να έβλεπαν εξωγήινους.

No comments:

Post a Comment